νηπτικός

νηπτικός
νηπτικός , -ή, -ό
трезвенный, бдительный, находящийся в состоянии трезвения, молитвы;
ΦΡ.
νηπτική θεολογία — богословие трезвения – мистическое направление в Православном богословии, согласно которому общение с Богом достигается путем непрестанной молитвы, духовного бодрствования, постоянной аскезы и искреннего покаяния;
νηπτικοί πατέρες / θεολόγοι οι — монахи / богословы, следующие мистическому пути духовного трезвения
Этим.
< νήπτης «бодрствующий» < дргр. νήφω «быть бдительным»

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "νηπτικός" в других словарях:

  • νηπτικός — ή, ό (Α νηπτικός, ή, όν) [νήπτης] αυτός που απέχει από την οινοποσία, νηφάλιος, σώφρων, συνετός νεοελλ. φρ. α) «νηπτική θεολογία κίνηση και τάση τής ορθόδοξης χριστιανικής θεολογίας και ασκητικής εμπειρίας, πνευματικό περιεχόμενο τής οποίας είναι …   Dictionary of Greek

  • νηπτικόν — νηπτικός sober masc acc sg νηπτικός sober neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηπτικωτάτην — νηπτικός sober fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηπτικωτέροις — νηπτικός sober masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηπτικῶς — νηπτικός sober adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηπτικῷ — νηπτικός sober masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηπτικωτέρα — νηπτικωτέρᾱ , νηπτικός sober fem nom/voc/acc comp dual νηπτικωτέρᾱ , νηπτικός sober fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηπτικωτέραν — νηπτικωτέρᾱν , νηπτικός sober fem acc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»